πέντε

πέντε
ΝΑ, αιολ. τ. πέμπε Α
άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την ποσότητα που προκύπτει όταν σε τέσσερεις μονάδες προστεθεί άλλη μία, καθώς και το σύμβολό του
νεοελλ.
1. (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πέντε
καθετί που φέρει αυτόν τον αριθμό («δουλεύει στο πέντε γραφείο»)
2. (σχετικά με χρονολογία, ώρα ή ηλικία χρησιμοποιείται ως τακτικό αριθμητικό) πέμπτος («είναι στα πέντε»)
3. φρ. α) «έμεινε στους πέντε δρόμους» — έμεινε εντελώς μόνος και εγκαταλελειμμένος ή έχασε κάθε περιουσιακό στοιχείο που είχε
β) «τού πάει πέντε πέντε» — φοβάται πολύ
γ) «νά σου πέντε κι άλλα πέντε» — έκφραση η οποία συνοδεύει χειρονομία δυσφορίας ή αποδοκιμασίας
δ) «η ομάδα τών πέντε»
μουσ. ομάδα πέντε Ρώσων συνθετών οι οποίοι το 1875 περίπου ένωσαν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία μιας αληθινά εθνικής σχολής στη ρωσική μουσική
4. παροιμ. φρ. «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι» — λέγεται για να δηλώσει το γεγονός ότι είναι προτιμότερα τα λίγα και τα εξασφαλισμένα από τα πολλά, τα οποία όμως θεωρούνται αβέβαια
αρχ.
1. (στους Πυθαγορείους) ο γάμος
2. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πέντε
το πένταθλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *penkwe «πέντε» και συνδέεται με αρχ. ινδ. panca, αβεστ. panča, αρμεν. hing, λατ. quīnque, λιθουαν. penki, γερμ. funf. Κατά μία άποψη, οι τ. αυτοί μπορούν να συνδεθούν με λ. που έχουν τη σημ. «γροθιά» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. fūst, αρχ. σλαβ. penstĭ). Ο τ. πέμπε έχει προέλθει από διαφορετική αντιπροσώπευση τού χειλοϋπερωικού φθόγγου στην αιολική διάλεκτο.
ΠΑΡ. πεντάδα(-άς), πεντάκις, πέμπτος
αρχ.
πεμπάζω, πενταξός, πένταχα, πεντάχα, πενταχή, πενταχού
μσν.-αρχ.
πενταχώς
νεοελλ.
πεντάρα, πεντάρι.
ΣΥΝΘ. (για σύνθ. με α' συνθετικό βλ. πεντα-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πέντε — five indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέντε — (αριθμ. απόλ.), αριθμός που δείχνει πέντε μονάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέντε Λιμάνια — (Cinqu Ports). Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται, από την εποχή του Εδουάρδου του Εξομολογητή (11ος αι.), τα αγγλικά λιμάνια Ντόβερ, Σάντουιτς, Ρόμνει, Χάιδ και Χάστινγκς (αργότερα προστέθηκαν και τα Γουίντσελσι και Ράι), που βρίσκονται απέναντι… …   Dictionary of Greek

  • Πέντε Βρύσες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εξαλόφου …   Dictionary of Greek

  • Πέντε Εκκλησιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Πέντε Πηγάδια — Στρατηγικό πέρασμα κοντά στη Φιλιππιάδα της Ηπείρου. Στη θέση αυτή έγιναν, σε διάφορες ιστορικές περιόδους, πολεμικές επιχειρήσεις ανάμεσα στις ελληνικές κα τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις. Στη διάρκεια του Eλληνοτουρκικού πολέμου του 1897 ο… …   Dictionary of Greek

  • πένθ' — πέντε , πέντε five indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέντ' — πέντε , πέντε five indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”